Ὄλοι ἔχουμε τὴ διάθεση νὰ βλέπουμε τὰ παιδιά μας νὰ ἐπιλέγουν πάντα τὸ καλό. Αὐτὸ ὅμως πρέπει νὰ τὸ κάνουν ἐλεύθερα. Δὲν ὑπάρχει ἀναγκαστικὴ καλοσύνη, δὲν ἀξίζει ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀρετή. Τὸ νὰ ὁδηγήσουμε τὰ παιδιὰ σὲ μιὰ ἀνώτερη ἐλευθερία, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἐπιλέγουν πάντα αὐτοπροαίρετα τὸ ἀγαθό, εἶναι δύσκολο, εἶναι «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν». Χρειάζεται νὰ γνωρίζουμε πῶς νὰ φερθοῦμε στὸ κάθε παιδί, στὴν κάθε περίσταση, στὴν κάθε ἡλικία. Πότε θὰ παραβλέψουμε ἕνα λάθος, πότε θὰ τὸ ἀντιμετωπίσουμε μὲ ἐπιείκεια, πότε θὰ γίνουμε αὐστηροί.
Συνήθως εἴμαστε αὐστηροί, διότι αἰσθανόμαστε τὴν ὑποχρέωση νὰ προστατεύσουμε τὰ παιδιά μας. Δὲν εἶναι ὅμως μικρότερη ἡ ὑποχρέωσή μας νὰ ὑπερασπισθοῦμε τὴν ἐλευθερία τους. Μᾶλλον, δὲν μποροῦμε νὰ προστατεύσουμε τὰ παιδιά, ἂν δὲν ὑπερασπισθοῦμε τὴν ἐλευθερία τους.
Βέβαια, ὅταν τὰ παιδιὰ εἶναι μικρά, εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ περιορίζουμε τὴν ἐλευθερία τους, κάποτε καὶ μὲ ἔντονη αὐστηρότητα. Ποτὲ ὅμως μὲ θυμούς, ἄμετρες φωνές, ξύλο ἀνεξέλεγκτο. Πάντοτε μὲ ἀγάπη καὶ συνετὴ φροντίδα.
Καθὼς τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν, θὰ πρέπει νὰ ἀφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στὸ νὰ συζητοῦμε μαζί τους, γιὰ νὰ τὰ βοηθοῦμε νὰ καταλαβαίνουν τὸ σωστὸ καὶ νὰ τὸ ἐπιλέγουν μὲ δική τους ἀπόφαση. Ὁπωσδήποτε ἡ φροντίδα μας γιὰ τὰ παιδιὰ ἐπιβάλλει κάποτε περιορισμοὺς καὶ ἀπαγορεύσεις. Πάντοτε ὅμως πρέπει νὰ δίνονται ἐξηγήσεις μὲ νηφαλιότητα καὶ ψυχραιμία. «Ἀνάγκασον εἰσελθεῖν», ἀκοῦμε στὴν παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου (Λουκ. ιδ΄ 23). Ὅμως, «ἀνάγκασον αὐτοὺς διὰ τῆς πειθοῦς τῶν ἐπιχειρημάτων», σημειώνουν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτές.
Ὅταν πιὰ τὰ παιδιὰ μεγαλώσουν ἀρκετὰ καὶ δὲν ἀντέχουν τοὺς περιορισμοὺς καὶ θέλουν νὰ βγαίνουν ἔξω καὶ νὰ ζοῦν ὅπως νομίζουν, εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ τὰ ἀφήσουμε· δὲν μποροῦμε νὰ δεσμεύσουμε τὴν ἐλευθερία τους, νὰ νιώσουν τὸ σπίτι φυλακή. Στὶς πιθανὲς ἐκτροπές τους, ἡ ἀντίδρασή μας θὰ εἶναι ἡ συμβουλὴ μὲ πόνο πολὺ καὶ ἀγάπη, τὸ σιωπηλὸ παράδειγμα καὶ προπάντων ἡ θερμὴ προσευχή.
Δὲν μπορεῖς νὰ ἐπιβάλλεις ὑποχρεωτικὰ τὸ καλό. Τὸ νὰ πράττει κανεὶς μὲ τὴ θέλησή του μόνο τὸ καλὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Δὲν μπορεῖς ὅμως νὰ ἐπιβάλλεις ἀνελεύθερα τὴν ἐλευθερία.
Στὴν πολὺ γνωστὴ καὶ διδακτικότατη παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου (βλ. Λουκ. ιε΄ 11-32), ἂν ὁ πατέρας ἀπαγόρευε στὸν ἀπαιτητικὸ καὶ αὐθάδη νεότερο υἱὸ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, δὲν θὰ τὸ πετύχαινε. Φάνηκε καθαρὰ ὅτι ὁ νεότερος υἱὸς ἦταν ἀποφασισμένος γιὰ ὅλα. Θὰ μάλωνε μὲ τὸν πατέρα καὶ θὰ ἔφευγε, μὲ λίγα πράγματα καὶ μὲ πολλὰ παράπονα. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ζήτημα ἂν θὰ ξαναγύριζε. Ἂν πάλι ὑποχωροῦσε καὶ δὲν ἔφευγε, θὰ παρέμενε στὸ σπίτι προσωρινά. Πόσο μπορεῖ νὰ μένει κάποιος μὲ τὴ βία στὸ καλό;
Ὁ πατέρας τῆς περίφημης Παραβολῆς προτίμησε ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἄσκηση τῆς ἐξουσίας του τὸν σταυρὸ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀναμονῆς. Σεβάστηκε τὴν ἐλευθερία τοῦ παιδιοῦ του καὶ δέσμευσε τὴ δική του ἐλευθερία στὸν πόνο, πρῶτα γιὰ τὸ παιδί του, γιατί ἤξερε ποῦ θὰ καταλήξει, καὶ μετὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἄρχισε ἡ γεμάτη ἀγάπη καὶ πόνο ἀναμονή. Ἔτσι κέρδισε τὸν υἱό. Πόσο ἐλεύθερος εἶναι τελικὰ ὁ πρώην ἄσωτος καὶ κατόπιν μετανοημένος υἱός, αὐτὸς ποὺ αἰσθανόταν πρὶν ἀφόρητη τὴ ζωὴ κοντὰ στὸν πατέρα! Πόσο διαφορετικὴ ἡ μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ παραμονή του στὸ σπίτι, ἀπὸ τὴν παραμονή του πρὶν τὴν ἀποστασία! Ὁ ἄσωτος σώθηκε μετὰ τὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἀσωτία του!
Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι οἱ χειρισμοὶ στὶς μεγαλύτερες ἡλικίες, ὅταν π.χ. τὰ παιδιὰ προχωρήσουν στὸ Λύκειο ἢ στὶς πανεπιστημιακές τους σπουδές, πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικοί. Διαφορετικὰ τὰ παιδιὰ ἀντιδροῦν μὲ ἀκραίους τρόπους. Μπορεῖ νὰ βγαίνουν τὴ νύχτα, νὰ φέρονται ἄπρεπα χωρὶς πραγματικὰ νὰ τὸ θέλουν, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ ἀντίδραση. Νὰ διαμαρτύρονται ὅτι οἱ γονεῖς εἶναι πολὺ πιεστικοὶ καὶ ὅλο παρατηρήσεις: «ποῦ πῆγες; Μὲ ποιὸν πῆγες; Γιατί ἄργησες; Γιατί δὲν ἔφαγες; Τί ἔφαγες; Πότε θὰ φᾶς;». Καὶ φθάνουν νὰ λένε: «περάσαμε πολὺ καλά, γιατί ἔλειπαν οἱ γονεῖς ἀπ’ τὸ σπίτι». ἤ, «περάσαμε πολὺ καλά, γιατὶ ἤμασταν μακριὰ ἀπ’ τὸ σπίτι».
Διαμαρτύρονται οἱ γονεῖς: «Ὅλα τοὺς τὰ ἔχουμε. Τίποτε δὲν στερήθηκαν». Καὶ ἀποροῦν: «Γιατί δὲν τοὺς χωρᾶ τὸ σπίτι καὶ διαρκῶς φεύγουν ἔξω;». Ἴσως διότι τίποτε δὲν στερήθηκαν ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τους. [...]
Τὰ παιδιὰ θέλουν νὰ κινηθοῦν ἐλεύθερα καὶ ἐλεύθερα νὰ ἀποδεχθοῦν αὐτὰ ποὺ τοὺς λέμε, θέλουν νὰ ἔχουν χαρούμενους, στοργικοὺς γονεῖς, γεμάτους ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον, μὲ λόγια καλὰ καὶ ἐνθαρρυντικὰ στὸ στόμα· ὄχι αὐστηροὺς ἐπιτηρητὲς καὶ ἀστυνόμους, ποὺ ἐπιβάλλουν τὴν τάξη μὲ κάθε τρόπο, συχνὰ καὶ μὲ ὕβρεις: «εἶσαι ἄχρηστος», «δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ κάνεις προκοπή», «μ’ ἔχεις ἀπογοητεύσει» κ.λπ.
Ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίνουμε στὰ παιδιά μας, σ’ ὅποια ἡλικία καὶ ἂν βρίσκονται, πρέπει νὰ ἔχει δύο βασικὰ στοιχεῖα:
Τὸ πρῶτο εἶναι νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία τους. Νὰ πονοῦμε, ἀκόμη καὶ ὅταν δικαιολογημένα περιορίζουμε τὴν ἐλευθερία τῶν μικρῶν παιδιῶν, ὅταν π.χ. κλείνουμε ἕνα μικρό μας μέσα στὸ «παρκάκι», τότε ποὺ ἡ ἀσφάλειά του ἀπαιτεῖ τὴ δέσμευση τῆς ἐλευθερίας του. Πῶς σηκώνει τὰ χεράκια του καὶ ζητεῖ νὰ τὸ βγάλουμε ἔξω, ἔστω καὶ ἂν ἐκεῖ μέσα ἔχει ὅλα τὰ καλά! Σὰ ν’ ἀναζητεῖ τὴν ἐλευθερία του! Ἀπὸ τὴ μικρή τους ἡλικία τὰ παιδιὰ θέλουν νὰ αἰσθάνονται ἐλεύθερα καὶ ἀντιδροῦν, ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία, ὅταν αἰσθάνονται πιεσμένα.
Τὸ δεύτερο εἶναι νὰ ἀποβλέπει ἡ ἀγωγή μας στὴ δημιουργία ἀληθινὰ ἐλεύθερων ἀνθρώπων. Ἡ ἡσυχία μας, ὅταν τὰ παιδιά μας εἶναι κοντά μας μὲ τὴ βία, εἶναι πολὺ χειρότερη ἀπὸ τὴν ἀνησυχία μας, ὅταν τὰ παιδιά μας, κάνοντας κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τους, εἶναι μακριά μας. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ μᾶς φύγουν· δὲν μποροῦν μιὰ ζωὴ νὰ ζοῦν πιεσμένα. Καὶ ὅσο πιὸ πιεσμένα ζοῦν, τόσο πιὸ μακριὰ θὰ φύγουν. Στὴ δεύτερη περίπτωση μπορεῖ νὰ συνετισθοῦν ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς «εἰς χώραν μακράν», νὰ ἐκτιμήσουν τότε τὴν ἀξία τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ ἐπιστρέψουν μετανοημένα.